Η ρητορική αποβλέπει στην προσέλκυση του ακροατή με πειστική επιχειρηματολογία. Η αποδιδόμενη σ’ αυτήν εξαιρετική σημασία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με την ρήση των Αρχαίων Ελλήνων ο τέλειος ήρωας έπρεπε να είναι “µύθων τε ῥητὴρ καὶ ἔργων πρηκτήρ” (μετ. και αγορητής λόγων και εκτελεστής κατορθωμάτων, Ιλιάδος Ι 433).
Σε αντιδιαστολή προς την φυσική ευγλωττία, η έντεχνη ρητορεία είναι διδακτή. Πρώτοι εισηγητές περί το 465 π.Χ στην Σικελία ήταν ο Κόρακας και ο μαθητής του Τεισίας, καθώς επίσης και ο Γοργίας. Στην Σικελία λόγω των εκάστοτε πολιτικών μεταβολών, των επακολουθεισών διώξεων των πολιτικώς αντιφρονούντων, δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος στην ανάπτυξη της ρητορικής ενώπιον δικαστηρίων. Από την Σικελία η διδασκαλία της ρητορικής μεταδόθηκε στις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας. Από τις περιοχές αυτές η διδασκαλία της ρητορικής μεταφυτεύτηκε στην Αθήνα, όπου καλλιεργήθηκε και τελειοποιήθηκε από το 2ο ήμισυ του 5ου αιώνα π.Χ. και εφεξής. Πρώτος ιδρυτής ρητορικής σχολής στην Αθήνα ήταν ο προμνημονευθείς Γοργίας ο Λεοντίνος. Συγχρόνως διακρίθηκαν οι Σοφιστές Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, Πρόδικος ο Κείος και Ιππίας ο Ηλείος. Των σοφιστών αυτών μαθητές υπήρξαν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί, ιστορικοί και φιλόσοφοι της εποχής εκείνης. Οι σύγχρονοί τους και διακριθέντες Αττικοί Ρήτορες περιελήφθησαν από τους μεταγενέστερους στον επονομαζόμενο “Κανόνα των δέκα Αττικών Ρητόρων”. Κατά την τάξη του Κανόνος οι Ρήτορες αυτοί ήταν οι εξής: ο Αντιφών, ο Ανδοκίδης, ο Λυσίας, ο Ισοκράτης, ο Ισαίος, ο Αισχύνης, ο Δημοσθένης, ο Υπερείδης, ο Λυκούργος και ο Δείναρχος.
Οι Σοφιστές επιχειρηματολογούσαν συγχρόνως για απόψεις αντίθετες μεταξύ τους –δισσοί λόγοι. Αυτό δεν συνιστούσε παραδοξολογία, αφού κατά τον Πρωταγόρα τον Αβδηρίτη (480-410 π.Χ.) υπήρχε η σχετικοκρατία κάθε ανθρώπινου («μέτρον πάντων χρημάτων ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν. Δύο λόγους εἶναι περὶ παντὸς πράγματος ἀντικειμένους ἀλλήλοις”.Μετ. Ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα, για όσα υπάρχουν για το πώς υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν για το πώς δεν υπάρχουν. Για κάθε πράγμα υπάρχουν δυο αντιτιθέμενες απόψεις.)
Ο Αντιφών ο Ραμνούσιος, ο Δάσκαλος του Ιστορικού Θουκυδίδη, κληροδότησε στην Ανθρωπότητα τρεις “Τετραλογίες”. Κάθε τετραλογία διατυπώνει για την ίδια υπόθεση την θέση του κατηγόρου, την θέση του κατηγορουμένου και τις δευτερολογίες τους. Το πνευματικό αυτό κληροδότημα είναι το μοναδικό αυτού του είδους και αποτελεί αξιόλογο μνημείο θαυμαστής επιχειρηματολογίας, ανάλογης με τις απαιτήσεις των διαμετρικά αντιτιθέμενων απόψεων κατηγόρου και κατηγορουμένου.
Όπως ακριβώς κληροδοτήθηκε η ρητορική τέχνη, εφαρμόζεται επί εκατονταετίες έως σήμερα. Έτσι ο Δικανικός Λόγος του σύγχρονου ρήτορα, του Δικηγόρου, αποτελεί τεχνική και πειστική επιχειρηματολογία υπέρ των απόψεων του εντολέα του. Ο Δικηγόρος διαθέτει την επαγγελματική μύηση να υποστηρίξει διαμετρικά αντίθετες απόψεις.
Έτσι από την ιστορική αυτή επισκόπηση συνάγεται ότι οι φιλοσοφικές αιτιάσεις κατά των ρητόρων είναι μεροληπτικές. Συνεπέστερο θα ήταν να συμμεριστούμε την άποψη ότι η φιλοσοφία διδάσκει το “δέον είναι”, ενώ η ο Δικανικός Λόγος απηχεί με ρεαλισμό την πραγματικότητα, παρουσιάζει το “είναι”, όπως το αντιλαμβάνεται η κάθε πλευρά.
(Πηγή: Ισοκράτους, Πανηγυρικός, Αρχαίο Κείμενο, εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Ν.Ε.Φραγκίσκου, Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων Πάπυρος, Αθήνα 1939).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το λογότυπο του γραφείου αποτυπώνει τις ως άνω αντιλήψεις: