Η (μη) συμμόρφωση με την κρίση της πλειονότητας
Το Δικηγορικό μας Γραφείο πέτυχε στον Δεύτερο Βαθμό ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αθώωση κατηγορουμένου, ο οποίος ανέθεσε την υπόθεσή του για πρώτη φορά στο γραφείο μας ενόψει της Δίκης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου – Μονομελούς Πλημμελειοδικείου χωρίς συνδρομή Συνηγόρου Υπεράσπισης. Καταδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό χωρίς αναστολή σε συνολική ποινή 4,5 έτη φυλάκιση και χρηματική ποινή 1500 ευρώ για τα αδικήματα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, ύστερα από μετατροπή κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Το ενδιαφέρον σ’ αυτή την υπόθεση έγκειται στο ότι ο Ανακριτής, ο Εισαγγελέας, ο Εισηγητής Εισαγγελέας, οι τρεις Δικαστές του Δικαστικού Συμβουλίου, ο Εισαγγελέας της Έδρας και ο Πρόεδρος του Moνομελούς Πλημμελειοδικείου δεν αντελήφθησαν ότι η συνημμένη με την υποβλητική αναφορά του Τμήματος Ασφαλείας, το οποίο συγκέντρωσε το αποδεικτικό υλικό, Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης της Δ.Ε.Ε.- Τμήμα Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων αφορούσε παραπλήσιο, αλλά ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ τόπο και χρόνο εγκλήματος.
Συγκεκριμένα ο τόπος εγκλήματος ήταν ίδιος κατά την λεωφόρο και διαφορετικός κατά την διασταυρούμενη οδό, ενώ ο χρόνος εγκλήματος ήταν ίδιος κατά το έτος και διαφορετικός -με αναριθμητισμό- στον μήνα και την ημέρα.
Εξάλλου η διαβιβασθείσα Εργαστηριακή Πραγματογνωμοσύνη, που αφορούσε διαφορετικό τόπο και χρόνο εγκλήματος, ανέφερε και διαφορετική υποβλητική αναφορά της Αστυνομίας, από αυτή που υπήρχε στην δικογραφία.
Η ορθή Εργαστηριακή Πραγματογνωμοσύνη, που αφορούσε τον κρινόμενο τόπο και χρόνο εγκλήματος, υποβλήθηκε ΜΕΤΑ την καταδίκη του κατηγορουμένου στον 1ο βαθμό και λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεσής του στο Εφετείο, όπου και αναλάβαμε για πρώτη φορά την υπεράσπισή του.
Μολονότι σφάλματα τέτοιου είδους δεν δικαιολογούνται από Αστυνομικούς, Εισαγγελείς και Δικαστές, επειδή το διακύβευμα είναι η ελευθερία ενός ανθρώπου, ωστόσο ελπίζουμε η άδικη καταδίκη του κατηγορουμένου στον 1ο βαθμό να αποτελέσει κίνητρο σκέψης για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα.
O λόγος για τον οποίο παρέβλεψαν το σφάλμα όλοι οι Εισαγγελείς και οι Δικαστές, που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, έχει ήδη εξηγηθεί με τα πειράματα του Sherif (1935), Jacobs & Cambell (1961) και Ash (1951,1956).
